ἡδυπαθής — living pleasantly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδυπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, που έχει ροπή προς τις ηδονές της σάρκας, φιλήδονος, ακόλαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡδυπαθῆ — ἡδυπαθής living pleasantly neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἡδυπαθής living pleasantly masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἡδυπαθής living pleasantly masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυπαθές — ἡδυπαθής living pleasantly masc/fem voc sg ἡδυπαθής living pleasantly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυπαθοῦς — ἡδυπαθής living pleasantly masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυπαθῶς — ἡδυπαθής living pleasantly adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάγνος — η, ο, θηλ. και α (AM λάγνος, η, ον, θηλ. και ος, Α και λάγνιος, ία, ον και αττ. τ. αρσ. λάγνης) επιρρεπής στις σαρκικές απολαύσεις, φιλήδονος, ηδυπαθής, ακόλαστος νεοελλ. αυτός που περιέχει ηδονική διάθεση, ηδυπαθής («λάγνα μάτια») αρχ. το ουδ.… … Dictionary of Greek
ἡδυπαθεῖ — ἡδυπαθέω live pleasantly pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἡδυπαθέω live pleasantly pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἡδυπαθής living pleasantly masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἡδυπαθής living pleasantly… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυπαθεῖς — ἡδυπαθέω live pleasantly pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) ἡδυπαθής living pleasantly masc/fem acc pl ἡδυπαθής living pleasantly masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαρός — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή … Dictionary of Greek